ἔκθλιψις — squeezing out fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθλίψει — ἔκθλιψις squeezing out fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐκθλίψεϊ , ἔκθλιψις squeezing out fem dat sg (epic) ἔκθλιψις squeezing out fem dat sg (attic ionic) ἐκθλί̱ψει , ἐκθλίβω squeeze out aor subj act 3rd sg (epic) ἐκθλί̱ψει , ἐκθλίβω squeeze… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθλίψεις — ἔκθλιψις squeezing out fem nom/voc pl (attic epic) ἔκθλιψις squeezing out fem nom/acc pl (attic) ἐκθλί̱ψεις , ἐκθλίβω squeeze out aor subj act 2nd sg (epic) ἐκθλί̱ψεις , ἐκθλίβω squeeze out fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθλίψεσι — ἔκθλιψις squeezing out fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθλίψιος — ἔκθλιψις squeezing out fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκθλιψιν — ἔκθλιψις squeezing out fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκθλιψη — η (AM ἔκθλιψις) 1. εξαγωγή, αφαίρεση χυμού με συμπίεση 2. αποβολή τελικού φθόγγου ή διφθόγγου που σημειώνεται με απόστροφο όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο νεοελλ. ειδική μέθοδος εξαγωγής τών αιθέριων ελαίων αρχ. κατάθλιψη, θλίψη … Dictionary of Greek
ἐκθλίψεως — ἐκθλίψεω̆ς , ἔκθλιψις squeezing out fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθλίψῃ — ἐκθλίψηι , ἔκθλιψις squeezing out fem dat sg (epic) ἐκθλί̱ψῃ , ἐκθλίβω squeeze out aor subj mid 2nd sg ἐκθλί̱ψῃ , ἐκθλίβω squeeze out aor subj act 3rd sg ἐκθλί̱ψῃ , ἐκθλίβω squeeze out fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)